- ζακυνθινός
- -ή, -ό, θηλ. και -ιά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ζάκυνθο2. αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί («ζακυνθινό κρασί»)3. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Ζακυνθινός, η Ζακυνθινήο Ζακύνθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοσιογραφία — H συλλογή, η διασταύρωση, η επεξεργασία ειδήσεων και πληροφοριών και η δημοσιοποίησή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ). H δ. αποτελεί σημαντικό τρόπο ενημέρωσης αλλά και διαφώτισης του κοινού. Η ελληνική δ. αναπτύχθηκε, στα πρώτα της βήματα … Dictionary of Greek
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ζαμπέλιος — Επώνυμο οικογένειας συγγραφέων και λογίων, από τη Λευκάδα. 1. Γεώργιος (18oς αι.). Έγραψε την Ακολουθία των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. 2. Ιωάννης (Λευκάδα 1787 – Κέρκυρα 1856). Δραματικός ποιητής. Σπούδασε νομικά … Dictionary of Greek
Ζούκας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος. Ζακυνθινός εθνομάρτυρας. Απαγχονίστηκε από τις αγγλικές αρχές της Ζακύνθου το 1821, μαζί με άλλους τέσσερις συμπατριώτες του. Καταδικάστηκε για τη συμμετοχή του στο κίνημα της ζακυνθινής νεολαίας, η οποία… … Dictionary of Greek
Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… … Dictionary of Greek
Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… … Dictionary of Greek
Σωσάννα — I Λέγεται και Σουσάννα. Βιβλικό πρόσωπο γνωστό για τη σεμνότητα του, από τη φυλή του Ιούδα. Ήταν κόρη του Ελκία, και σύζυγος του Ιωακείμ, τον οποίο ακολούθησε στη Βαβυλώνα κατά την αιχμαλωσία. Δύο ηλικιωμένοι κριτές του Ισραήλ της επιτέθηκαν στο… … Dictionary of Greek
Ταβουλάρης — Επώνυμο ηθοποιών του θεάτρου. 1. Διονύσιος (Ζάκυνθος 1840 – Αθήνα 1928). Το ταλέντο του εκδηλώθηκε πρώιμα στη γενέτειρά του, αργότερα εμφανίζεται στην Πόλη, κοντά στον Ανδρονόπουλο, στη Σμύρνη με τον αδελφό του Σπύρο, ιδρύει με τον Σούτσα θίασο… … Dictionary of Greek